- καρκίνιον
- καρκίνιον, τὸ (Α)(υποκορ. τού καρκίνος*)1. μικρός κάβουρας2. (ειδικότερα) είδος μικρού κάβουρα3. ιατρ. κακοήθης όγκος4. στον πληθ. τὰ καρκίνιαείδος εμβάδων, παντόφλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. μαχαίρ-ιον, πόδ-ιον)].
Dictionary of Greek. 2013.